ἀπαγγελεῖ

ἀπαγγελεῖ
ἀπαγγέλλω
bring tidings
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπαγγέλλω
bring tidings
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπαγγελεύς
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • наповѣдѣти — НАПОВѢ|ДѢТИ (2*), МЬ, СТЬ гл. Рассказать, сообщить, открыть: и старца бо мѹчахѹ… нѹжахѹ, да горъсть ѥдинѹ отрѹбъ наповѣдѧть [в изд. отрѹбъна повѣдѧть] скровенѹ. тако злѣ вьсѧ ѡдержаше гладъ (πρὸς τὸ… καταμηνῦσαι) ГА XIII–XIV, 161б; кто исповѣсть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”